- ἀφύσητος
- ἀφύσητος [ῡ], ον,A not inflated,
ἀσκός Hp.Art.47
,77.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσκός Hp.Art.47
,77.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αφύσητος — η, ο (AM ἀφύσητος, ον) 1. αυτός που δεν φυσήθηκε, που δεν τον φύσηξαν 2. (για ασκούς) αφούσκωτος … Dictionary of Greek
ἀφύσητον — ἀφύσητος not inflated masc/fem acc sg ἀφύσητος not inflated neut nom/voc/acc sg ἀφύσσω draw aor subj act 3rd dual ἀφύσσω draw aor subj act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφυσήτου — ἀφύσητος not inflated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφυσήτων — ἀφύσητος not inflated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)